- λᾶϊγξ
- λᾶϊγξ, ιγγος, ἡ, Dim. of λᾶας,A small stone, pebble,
λάϊγγες Od.5.433
;λάϊγγας 6.95
.II generally, stone, A.R.1.402, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λάϊγγες Od.5.433
;λάϊγγας 6.95
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λᾶιγξ — λᾶϊγξ , λᾶιγξ small stone fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάιγξ — λᾱϊγξ, ιγγος, ἡ (Α) 1. μικρός λίθος, λιθάρι 2. (γενικά) λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. στρόφ ιγξ, φύσ ιγξ)] … Dictionary of Greek
ευλάιγξ — εὐλάϊγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) ποιητ. τ. αντί εύλιθος από ωραίο λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λάιγξ «μικρός λίθος»] … Dictionary of Greek
καλολάιγξ — καλολάιγξ, ιγγος, ἡ (Μ) ωραία ψηφίδα, όμορφο πετραδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + λάιγξ, γγος, ἡ «μικρός λίθος»] … Dictionary of Greek
λάιγγα — λά̱ϊγγα , λᾶιγξ small stone fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάιγγας — λά̱ϊγγας , λᾶιγξ small stone fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάιγγες — λά̱ϊγγες , λᾶιγξ small stone fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάιγγι — λά̱ϊγγι , λᾶιγξ small stone fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάιγγος — λά̱ϊγγος , λᾶιγξ small stone fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
lēu-2 : lǝu- — lēu 2 : lǝu English meaning: stone Deutsche Übersetzung: ‘stein” Material: Gk. Hom. λᾶας, gen. λᾶος ‘stone” (Ausgleichung from originally *λῆFας; λά̆Fα[σ]ος n.), Att. λᾶας and λᾶς m., gen. λᾱου etc.; Hom. λᾶιγξ, pl. λά̄ιγγες f. “ … Proto-Indo-European etymological dictionary